- ἰρίζω
- ἰρίζω [pron. full] [ῑ],A to be iridescent, PHolm.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιρίζω — ἰρίζω (Α) [ίρις] πάπ. εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, ιριδίζω … Dictionary of Greek
περιρισσόμενον — περῑρισσόμενον , περί ἰρίζω to be iridescent fut part mid masc acc sg (epic) περῑρισσόμενον , περί ἰρίζω to be iridescent fut part mid neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
ἰριῆς — ἰ̱ριῆς , ἰρίζω to be iridescent fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίζουσαν — ἰ̱ρίζουσαν , ἰρίζω to be iridescent pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίσειν — ἰ̱ρίσειν , ἰρίζω to be iridescent fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)